σμήρισμα

σμήρισμα
τὸ, Α
1. σωλήνας που δέχεται μέσα στο σώμα του άλλον σωλήνα, όπως είναι η σύριγγα
2. σωλήνας ο οποίος εισέρχεται σε άλλον κατά ορθή γωνία, είδος στρόφιγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμηρίζω «γυαλίζω», λόγω τού ότι οι σωλήνες αυτοί ήταν γυαλισμένοι, στιλπνοί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σμήρισμα — air tight fitting neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηρισμάτων — σμήρισμα air tight fitting neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηρίσματα — σμήρισμα air tight fitting neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηρίσματι — σμήρισμα air tight fitting neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηρίσματος — σμήρισμα air tight fitting neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμηρισμάτιον — τὸ, Α [σμήρισμα, ατος] υποκορ. τού σμήρισμα* …   Dictionary of Greek

  • συσμηρίζω — Α προσαρμόζω δύο αντικείμενα με τέτοιο τρόπο ώστε η επαφή τους να είναι αεροστεγής («ποιήσωμεν σωλῆνα σύνθετον κατὰ τὸ μῆκος ἐκ δύο συνεσμηρισμένων ἀλλήλοις», Ήρων). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σμηρίζω «στιλβώνω, γυαλίζω» (για τη σημ. πρβλ. σμήρισμα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”