- σμήρισμα
- τὸ, Α1. σωλήνας που δέχεται μέσα στο σώμα του άλλον σωλήνα, όπως είναι η σύριγγα2. σωλήνας ο οποίος εισέρχεται σε άλλον κατά ορθή γωνία, είδος στρόφιγγας.[ΕΤΥΜΟΛ. < σμηρίζω «γυαλίζω», λόγω τού ότι οι σωλήνες αυτοί ήταν γυαλισμένοι, στιλπνοί].
Dictionary of Greek. 2013.